- εννεακις
- ἐννεάκις= ἐν(ν)άκις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐννεάκις — nine times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννεάκις — (AM ἐννεάκις, Α και ἐνάκις) [εννέα] επίρρ. εννέα φορές … Dictionary of Greek
εννάκι(ς) — ἐννάκι(ς) και ἐνάκις (Α) εννεάκις* εννέα φορές («ἐννάκι δ ἐννέα Μοῡσαι», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek